ἐναπομαραίνομαι

Revision as of 15:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A wither on, τοὺς καρποὺς -ανθῆναι τοῖς φυτοῖς Lyd.Ost.23: metaph., οὐ γὰρ Χρόνῳ ἡ τοῦ δημιουργοῦ δύναμις -μαραίνεται Aen.Gaz.Thphr.p.44 B.    II shrivel up in, ἐλαίῳ Orib.8.27.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναπομαραίνομαι: ἀπομαραίνομαι ἔν τινι, τὸ δὲ ἐναπομαραίνεται τῷ ἐλαίῳ Matthaei Med. σ. 200.

Spanish (DGE)

1 deshacerse, disolverse en c. dat. τὸ (πήγανον) δ' ἐναπομαραίνεται τῷ ἐλαίῳ Orib.8.27.4.
2 pudrirse, estropearse en c. dat. ἀώρους τοὺς καρποὺς ἐναπομαρανθῆναι τοῖς φυτοῖς Lyd.Ost.23.