ἰκελόω
English (LSJ)
[ῐ],
A make like, AP9.83 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1247] ähnlich machen, θηρσὶν κείνους Philip. 72 (IX, 83).
Greek (Liddell-Scott)
ἰκελόω: ῐ, καθιστῶ τι ὅμοιον, θησὶν κείνους ἰκελώσας Ἀνθ. Π. 9. 83.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre semblable.
Étymologie: ἴκελος.
Greek Monotonic
ἰκελόω: [ῐ], μέλ. -ώσω, καθιστώ κάτι όμοιο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἰκελόω: (ῐ) делать похожим, уподоблять (τινά τινι Anth.).
Middle Liddell
[from ἴκελος
to make like, Anth.