ὀσπρεύω
English (LSJ)
A plant with ὄσπρια, IG22.1241.23.
Greek Monolingual
ὀσπρεύω (Α)
φυτεύω όσπρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσπριον, μέσω ενός αμάρτυρου ὄσπρος].
A plant with ὄσπρια, IG22.1241.23.
ὀσπρεύω (Α)
φυτεύω όσπρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσπριον, μέσω ενός αμάρτυρου ὄσπρος].