ἀνομολογητέον

Revision as of 15:27, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A one must admit, τοῦτο περὶ αὐτῶν Pl.R.452e, cf. Lg.737c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομολογητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ὁμολογήσῃ, νὰ παραδεχθῇ, τοῦτο περὶ αὐτῶν Πλάτ. Πολ. 452Ε, πρβλ. Νόμ. 737C.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de ἀνομολογέω.

Spanish (DGE)

hay que admitir τοῦτο Pl.R.452e, τὴν διανομὴν τῶν πολιτῶν Pl.Lg.737c.

Greek Monotonic

ἀνομολογητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να γίνει παραδεκτό, σε Πλάτ.