ἐκκάρπησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A growing to seed, ib.665.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ agr. grana (τῆς πόας) Gal.6.665.
Greek Monolingual
ἐκκάρπησις, η (Α)
η αύξηση της φύτρας σε καρπό.
εως, ἡ,
A growing to seed, ib.665.
-εως, ἡ agr. grana (τῆς πόας) Gal.6.665.
ἐκκάρπησις, η (Α)
η αύξηση της φύτρας σε καρπό.