ἐμπειράομαι
English (LSJ)
Dep.,
A make trial of, τινός Hp.Nat.Mul.99.
German (Pape)
[Seite 811] = ἐμπειράζω, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπειράομαι: ἀποθ. = ἐμπειράζω, τινὸς Ἱππ. 584. 40.
Dep.,
A make trial of, τινός Hp.Nat.Mul.99.
[Seite 811] = ἐμπειράζω, Hippocr.
ἐμπειράομαι: ἀποθ. = ἐμπειράζω, τινὸς Ἱππ. 584. 40.