ὀμβριμόθυμος
English (LSJ)
ον,
A strong of spirit, Hes.Th.140, h.Hom.8.2 : written ὀμβρ-, Orph.Fr.169.12. Synonym: ὀβριμόθυμος
Greek Monolingual
ὀμβριμόθυμος και ὀβριμόθυμος, -ον (Α)
βλ. οβριμόθυμος.
ον,
A strong of spirit, Hes.Th.140, h.Hom.8.2 : written ὀμβρ-, Orph.Fr.169.12. Synonym: ὀβριμόθυμος
ὀμβριμόθυμος και ὀβριμόθυμος, -ον (Α)
βλ. οβριμόθυμος.