ὀμματοποιός
English (LSJ)
όν,
A causing to see, Iamb.VP6.31.
German (Pape)
[Seite 332] Augen machend, d. i. sehen machend, Iambl. v. Pyth. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμμᾰτοποιός: -όν, ὁ ποιῶν βλέπειν, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. σ. 70, Kiessl.
Greek Monolingual
ὀμματοποιός, -όν (Α)
αυτός που δίνει την όραση, αυτός που κάνει κάποιον να βλέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -ποιός].