ὀρνεόβρωτος

Revision as of 15:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A eaten by birds, Suid. s.v. οἰωνόβρωτος.

German (Pape)

[Seite 382] von Vögeln gefressen, Suid., Erkl. von οἰωνόβρωτος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνεόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ ὀρνέων καταβρωθείς, Ἰω. Χρυσ., Σουΐδ. ἐν λ. οἰωνόβρωτος.

Greek Monolingual

ὀρνεόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που κατασπαράχθηκε από όρνεα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + βρωτός (< βιβρώσκω), πρβλ. θηριό-βρωτος].