ὀρόφινος

Revision as of 15:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

η, ον,

   A roofed with reeds, Aen.Tact.32.8 ; cf. ὀρ<ο>φίνη· καλάμη μελίνης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 386] mit Rohr bedeckt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρόφῐνος: -η, -ον, κεκαλυμμένος διὰ καλάμων ἢ πεποιημένος ἐκ καλάμων, Αἰν. Τακτ. 32. {{grml |mltxt=ὀρόφινος, -ίνη, -ον (Α) [[όροφος / οροφή
1. σκεπασμένος με καλαμένια στέγη
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρ < ο>φίνη
καλάμη μελίνης». }}