διφρήλατος
English (LSJ)
ον,
A car-borne, E.Fr.1108.
German (Pape)
[Seite 645] auf dem Wagen fahrend, Eur. frg. im Argum. Rhes.
Greek (Liddell-Scott)
διφρήλᾰτος: -ον, ὁ ἐπὶ δίφρου φερόμενος, Εὐρ. Ὑποθ. Ρήσ.
Spanish (DGE)
(διφρήλᾰτος) -ον
llevado por un carro Ἡώς E.Fr.660aSn., Agatho 32 (cj.).
Greek Monolingual
διφρήλατος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρεται πάνω σε άρμα.