νευροβάτης

Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A rope-dancer, Rhetor.in Cat.Cod.Astr.8(4).213, Et.Gud.345.52: in Lat. form, Vopisc.Carin.19, Firm.Math.8.17.4.

Greek (Liddell-Scott)

νευροβάτης: -ου, ὁ, σχοινοβάτης· ἴδε Δουκαγγ. παράρτημ., Ἐτυμολ. Γουδ. σ. 345, 52.

Greek Monolingual

νευροβάτης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που βαδίζει πάνω στο σχοινί, σχοινοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ιχνο-βάτης, καρκινο-βάτης.