μελανόμαλλος
English (LSJ)
ον,
A black-fleeced, Eust.403.42.
German (Pape)
[Seite 119] schwarzwollig, Eust. 403, 42.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόμαλλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα ἔρια, Εὐστ. 403. 42.
Greek Monolingual
μελανόμαλλος, -ον (Μ)
αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, μαυρομάλλης.