μυληβόρος

Revision as of 15:56, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A millstone-eating, μυὸς οἷα μυληβόρου Nic.Th.446 (οἷ' ἀμυληβόρου cj. Schneid.).

German (Pape)

[Seite 217] Nic. bei Schol. Il. 8, 178, die Mühle benagend.

Greek Monolingual

μυληβόρος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος τρώγει τον σίτο ή το αλεύρι που βρίσκονται στον μύλο («μυὸς οἷα μυληβόρου», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -βόρος (< βορά), πρβλ. κουρο-βόρος].