παρδαλήφορος
English (LSJ)
ον,
A leopard-borne, π. δέρος leopard's skin, S.Fr.11.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για το δέρμα της λεοπάρδαλης) αυτό το οποίο φέρει η λεοπάρδαλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + -φόρος (< φέρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.].