ἀναζωγράφημα

Revision as of 16:01, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A memory-image, Peripatetic word, Alex.Aphr. de An.60.6, al.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
representación mental Alex.Aphr.de An.68.6.

Greek Monolingual

ἀναζωγράφημα (-ατος), το (Α) ἀναζωγραφῶ
μνημονική εικόνα, εικόνα που σχηματίζεται στο μυαλό.