ἀριστερόχειρ
English (LSJ)
[ᾰ], χειρος, ὁ, ἡ,
A left-handed, Sor.1.111.
German (Pape)
[Seite 352] ρος, linkhändig, der nur die linke Hand braucht, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστερόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ὁ μεταχειριζόμενος τὴν ἀριστερὰν χεῖρα ἀντὶ τῆς δεξιᾶς, «ζερβός», Συνέσ. 162B.
Spanish (DGE)
-χειρος zurdo Sor.84.21, Synes.Ep.4.