ὀνοπρόσωπος
English (LSJ)
ον,
A ass-faced, Herm. Trism. in Rev.Phil.32.256, Sch.Luc.Sacr.14.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον ὄνου, Σχόλ. εἰς Λουκ. ἐν Zeitschr. f. d. Alterthumswiss 1834 n. 141.
Greek Monolingual
ὀνοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει πρόσωπο όνου, γαϊδουρινή μούρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + πρόσωπον.