ἑπτάλοφος

Revision as of 16:06, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A seven-hilled, ἄστυ, of Rome, Cic.Att. 6.5.2, AP14.121 (Metrod.), cf. Plu.2.280d.

German (Pape)

[Seite 1012] siebenhügelig, ἄστυ, Cic. Att. 3, 5; Plut. qu. Rom. 69.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάλοφος: -ον, ὁ ἔχων ἑπτὰ λόφους, περὶ τῆς Ρώμης, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 5, 2, Ἀνθ. Π. 14. 121, Πλούτ. 2. 280D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux sept collines (la ville, càd Rome).
Étymologie: ἑπτά, λόφος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑπτάλοφος, -ον)
1. αυτός που έχει επτά λόφους, είναι χτισμένος πάνω σε επτά λόφους
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἑπτάλοφος
α) η Ρώμη
β) η Κωνσταντινούπολη.

Greek Monotonic

ἑπτάλοφος: -ον, αυτός που βρίσκεται πάνω σε επτά λόφους, λέγεται για τη Ρώμη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτάλοφος: семихолмный (Ῥώμη Plut., Anth.).

Middle Liddell

ἑπτά-λοφος, ον
on seven hills, of Rome, Anth.