παλίμπισσα

Revision as of 16:17, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ἡ,

   A pitch reboiled, dry pitch, Dsc.1.72; cf. παλίνπιττα.

German (Pape)

[Seite 448] ἡ, zweimal gesottenes, trockenes Pech, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπισσα: ἡ, πίσσα ἐκ νέου βρασθεῖσα, στεγνή, ξηρά, Διόδ. 1. 97, «παλίμπιττα· ἐφθὴ πίττα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

παλίμπισσα και, κατά τον Ησύχ., παλίμπιττα, ἡ (Α)
πίσσα που ψήθηκε εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πίσσα / πίττα.