φιλέψιος
English (LSJ)
ον, (ἑψιάομαι)
A fond of play, sportive, Nonn.D.10.378.
German (Pape)
[Seite 1276] das Spiel liebend, Nonn. D. 10, 378.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλέψιος: -ον, ὁ, ἀγαπῶν τὰ παιχνίδια, τὰς διασκεδάσεις, Νόνν. Διονυσ. 10. 378, Εὐστ. Πονημάτ. 115. 46.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά τα παιχνίδια, τις διασκεδάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ἐψιος (< ἑψία [II] «είδος παιχνιδιού με ψηφίδες»)].