ὀλιγοπονία

Revision as of 18:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ἡ,

   A sparingness in labour, idleness, Plb. 16.28.3.

German (Pape)

[Seite 321] ἡ, das Wenigarbeiten, Pol. 16, 28, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοπονία: ἡ, τὸ πονεῖν ὀλίγον, ὀκνηρία, Πολύβ. 16. 28, 3.

Greek Monolingual

ὀλιγοπονία, ἡ (Α) ολιγόπονος
νωθρότητα, οκνηρία («δικαίως ἄν τις τὴν μὲν Ἀττάλου... ὀλιγοπονίαν καταμέμψαιτο», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοπονία: ἡ вялая работа, леность Polyb.