δειπνοποιός

Revision as of 18:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

English (LSJ)

ὁ,

   A dinner-preparer, caterer, Arist.MM 1206a27.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνοποιός: ὁ, ὁ παρέχων δεῖπνον, ἑστιῶν, Ἀριστ. Μ. Ἠθ. 2. 7, 30.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
el que prepara la cena, cocinero Arist.MM 1206a27, Heph.Astr.3.36.2, IG 12(1).579 (Rodas).

Greek Monolingual

δειπνοποιός, ο (Α)
αυτός που έχει αναλάβει την ετοιμασία του δείπνου.

Russian (Dvoretsky)

δειπνοποιός: ὁ устроитель обеда Arst.