τραπεζότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A table-nature, tableness, Pl. ap. D.L.6.53.
German (Pape)
[Seite 1134] ἡ, das Abstractum von τράπεζα, gleichsam die Tischheit, D. L. 6, 53.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζότης: -ητος, ὁ, ἡ ἀφῃρημένη ἔννοια τῆς τραπέζης, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 6. 53.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰπεζότης: ητος ἡ филос. «столовость», т. е. сущность стола вообще Diog. L.