διαφανῶς

Revision as of 09:25, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

French (Bailly abrégé)

adv.
clairement, évidemment.
Étymologie: διαφανής.

Russian (Dvoretsky)

διαφᾰνῶς: явственно, ясно (σημαίνειν Xen.; χρημάτων ἀδωρότατος Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαφανῶς adv. van διαφανής.

English (Woodhouse)

(see also: διαφανής) clearly, manifestly