καταφανῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
visiblement, manifestement;
Cp. καταφανέστερον.
Étymologie: καταφανής.
Russian (Dvoretsky)
καταφᾰνῶς: ясно, явно, заметно, очевидно Thuc., Arph., Dem.
English (Woodhouse)
(see also: καταφανής) clearly, manifestly