φιλοδώρως
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. φιλόδωρος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοδώρως: щедро, обильно Plat.
English (Woodhouse)
(see also: φιλόδωρος) generously, munificently
Α
επίρρ. βλ. φιλόδωρος.
φιλοδώρως: щедро, обильно Plat.
(see also: φιλόδωρος) generously, munificently