adv.en glissant doucement.Étymologie: λεῖος.
λείως (Α)επιρρ. βλ. λείος.
λείως: медленно, неторопливо (ἔρχεσθκι ἐπὶ τὰς μαθήσεις Plat.; προσάγεσθαι Plut.).
smoothly