κεραμική
Russian (Dvoretsky)
κερᾰμική: ἡ (sc. τέχνη) гончарное искусство (дело) Plat.
English (Woodhouse)
(see also: κεραμικός) art of working in clay
κερᾰμική: ἡ (sc. τέχνη) гончарное искусство (дело) Plat.
(see also: κεραμικός) art of working in clay