περίορθρον

Revision as of 13:32, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

German (Pape)

[Seite 585] τό, = περιόρθριον, Thuc. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
point du jour.
Étymologie: περί, ὄρθρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίορθρον -ου, τό [περί, ὄρθρος] ochtendschemering.

Russian (Dvoretsky)

περίορθρον: τό рассвет Thuc.

English (Woodhouse)

(see also: περίορθρος) time just before daybreak