νυμφεῖον
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
v. νυμφεῖος.
Russian (Dvoretsky)
νυμφεῖον: τό (sc. δῶμα) брачный чертог Soph.
English (Woodhouse)
(see also: νυμφεῖος) bridal chamber
ου (τό) :
v. νυμφεῖος.
νυμφεῖον: τό (sc. δῶμα) брачный чертог Soph.
(see also: νυμφεῖος) bridal chamber