τεταγμένος

Revision as of 13:35, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο / τεταγμένος, -η, -ον, ΝΜΑ
βλ. τάσσω.
επίρρ...
τεταγμένως Α
1. με τάξη, κανονικά («καλῶς καὶ τεταγμένως πολιτεύεσθαι», Ισοκρ.)
2. μαθημ. (σχετικά με κώνους) σαν την τεταγμένη
3. (με αρθρ. θηλ.) ἡ τεταγμένως
μαθημ. η τεταγμένη.

English (Woodhouse)

(see also: τάσσω) settled, appointed