αὐθᾱδία: ἡ, ποιητ. ἀντὶ αὐθάδεια.
v. αὐθάδεια.
αὐθᾱδία: ἡ поэт. = αὐθάδεια.
(see also: αὐθάδεια) obstinacy, self-will, stubbornness