A needy, v. χράω C.VI.
κεχρημένος: ἐνδεής, ἴδε χράω C VI.
see χράομαι.
κεχρημένος: φτωχός, στερημένος, μτχ. Παθ. παρακ. του χράω Γ.
(see also: χράω) wanting, needing