[Seite 503] τό, = γραΐδιον, w. m. s.
contr. de γραΐδιον.
v. γραΐδιον.
γρᾴδιον, το (Α)βλ. γραΐδιον.
γρᾴδιον: τό стяж. к γραΐδιον.
γρᾴδιον -ου, τό en γραΐδιον γραῦς demin. oud vrouwtje; ook ongunstig oud wijf.
old woman