Συρακόσιος

Revision as of 14:25, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

French (Bailly abrégé)

α, ον :
dor. et anc. att.
de Syracuse ; ἡ Συρακοσία le territoire de Syracuse.
Étymologie: Συράκουσαι.

English (Slater)

Σῠρᾱκόσιος
   1 Syracusan Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα (O. 1.23) τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (O. 6.18) pl. pro subs., Συρακοσίων ἀρχῷ (P. 1.73)

Greek Monolingual

-α, -ο / Συρακόσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
βλ. Συρακουσιος.

Middle Liddell

Syracusan, and as Subst. a Syracusan.

English (Woodhouse)

Syracusan