μισολάκων

Revision as of 15:05, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

[ᾰ], ωνος, ὁ,

   A Laconian-hater, Ar.V.1165.

German (Pape)

[Seite 191] ωνος, die Lakonier hassend, Ar. Vesp. 1165.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσολάκων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ὁ μισῶν τοὺς Λάκωνας, Ἀριστοφ. Σφ. 1165.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
qui hait les Lacédémoniens.
Étymologie: μισέω, Λάκων.

Greek Monolingual

μισολάκων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που μισεί τους Λάκωνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + Λάκων.

Greek Monotonic

μῑσολάκων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, αυτός που μισεί τους Λάκωνες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μῑσολάκων: ωνος (ᾰ) ὁ ненавистник лакедемонян Arph.

Middle Liddell

μῑσο-λά˘κων, ωνος, ὁ,
a Laconian-hater, Ar.

English (Woodhouse)

hating the Lacedaemonians