δύσμορφος

Revision as of 15:10, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ον,

   A misshapen, ill-favoured, ἐσθής E.Hel. 1204, Lyc.692, Plu.2.670a.

German (Pape)

[Seite 684] mißgestaltet, häßlich; ἐσθής Eur. Hel. 1220; sp. D.; – τὸ δ., = vorigem, Pallad. 5 (X, 56).

Greek (Liddell-Scott)

δύσμορφος: -ον, κακόμορφος, ἄσχημος, ἐσθὴς Εὐρ. Ἑλ. 1204.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difforme, laid.
Étymologie: δυσ-, μορφή.
Ant. εὔμορφος.

Spanish (DGE)

-ον
1 feo, deforme de pers. δ. εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός E.Fr.842, cf. Men.Mon.177, Luc.Tox.24, Isid.Pel.M.78.249D, de anim. πιθήκων ... γένος δύσμορφον Lyc.692, cf. Plu.2.670a, de cosas ἐσθής E.Hel.1204
subst. τὸ δύσμορφον τοῦ λίθου el defecto de la piedra Luc.Am.15, cf. Nonn.D.35.56.
2 adv. -ως: δ. ἔχειν ser feo, deforme Eust.1855.50.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δύσμορφος, -ον)
άσχημος, κακοφτιαγμένος
νεοελλ.
γένος ακαληφών της οικογένειας τών μαργελιδών.

Greek Monotonic

δύσμορφος: -ον (μορφή), κακόμορφος, άσχημος, παραμορφωμένος, κακοφτιαγμένος, ἐσθής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δύσμορφος: безобразный, некрасивый (ἐσθής Eur.; ὗς Plut.).

Middle Liddell

δύσ-μορφος, ον μορφή
misshapen, ill-favoured, ἐσθής Eur.

English (Woodhouse)

ugly, not beautiful