ἑκατογκάρανος

Revision as of 15:15, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

[κᾰ], ον, = sq., A.Pr.355.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτογκάρᾱνος: -ον, = τῷ ἑπομ., Αἰσχύλ. Πρ. 353.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cent têtes.
Étymologie: ἑκατόν, κάρηνον.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτογκάρᾱνος) -ον

• Prosodia: [-κᾰ-]
de cien cabezas τέρας ἑ. de Tifón, A.Pr.353.

Greek Monolingual

ἑκατογκάρανος και ἑκατογκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει εκατό κεφάλια.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατογκάρᾱνος: (κᾰ) Aesch. = ἑκατογκέφαλος.

English (Woodhouse)

with a hundred heads