ἡ,
A = ἀήθεια, E.Hel.418.
ἀηθία: ἡ, = ἀήθεια, Εὐρ. Ἑλ. 418.
v. ἀήθεια.
ἀηθία: ἡ = ἀήθεια, σε Ευρ.
ἀηθία: ἡ непривычное положение (εἰς ἀηθίαν πίπτειν Eur.).
= ἀηθεία, Eur.
inexperience, lack of knowledge, unfamiliarity with