retrench
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
cut down: P. and V. συντέμνειν, συστέλλειν. Absol., use P. δαπάνας συντέμνειν.
retrenching generally with a view to economy: P. τἄλλα συστελλόμενοι εἰς εὐτέλειαν (Thuc. 8, 4).
cut down: P. and V. συντέμνειν, συστέλλειν. Absol., use P. δαπάνας συντέμνειν.
retrenching generally with a view to economy: P. τἄλλα συστελλόμενοι εἰς εὐτέλειαν (Thuc. 8, 4).