μυλοεργής

Revision as of 14:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ές,

   A worked in a mill, ground, Nic.Al.550.

German (Pape)

[Seite 217] ές, auf der Mühle gearbeitet, gemahlen, Nic. Al. 550.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλοεργής: -ές, κατειργασμένος ἐν μύλῳ, ἀληλεσμένος, Νικ. Ἁλ. 563 (550).

Greek Monolingual

μυλοεργής, -ές (Α)
κατεργασμένος, αλεσμένος σε μύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργής].