τά,
A = πίτυρα (ἐπιτυρά cod.), Semon.33.
κάρκαρα, τὰ (Α)πίτουρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κάρκαρον.