κατειργαθόμην

Revision as of 18:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

poet. aor. Med. of κατείργω, A.Eu.566.

Greek (Liddell-Scott)

κατειργᾰθόμην: ποιητ. μέσ. ἀόρ. τοῦ κατείργω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 566.

French (Bailly abrégé)

ao. Moy. poét. de κατείργω.

Greek Monotonic

κατειργᾰθόμην: ποιητ. Μέσ. αορ. βʹ του κατείργω.

Russian (Dvoretsky)

κατειργαθόμην: Aesch. aor. med. к κατείργω.