Boeot. for κρίζειν(
A = γελᾶν), Stratt.47.7.
κριδδέμεν: Βοιωτ. ἀντὶ τοῦ κρίζειν (ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ γελᾶν), Στράττ. ἐν «Φοινίσσαις» 3. 7.