σακκίας

Revision as of 19:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(or σακίας) οἶνος,

   A strained wine, Poll.6.18.

German (Pape)

[Seite 858] ὁ, οἶνος, durchgeschlagener, durchgeseihter Wein, Eupolis. bei Poll. 6, 18.

Greek (Liddell-Scott)

σακκίας: (ἢ σακίας) οἶνος, οἶνος στραγγιζόμενος, «σακκίας δὲ ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς παρ’ Εὐπόλιδι» Πολυδ. Ϛ΄, 18.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. οἶνος) (κατά τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς οἶνος παρ' Εὐπόλιδι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + επίθημα -ίας (πρβλ. σαπρ-ίας)].