στέρφωσις

Revision as of 19:29, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A covering with hide, dub. cj. for στρέφωσις in Hsch.

German (Pape)

[Seite 938] ἡ, das Bedecken mit Leder od. mit einem Felle, Valck. Callim. 288.

Greek Monolingual

και στρέφωσις, -ώσεως, ἡ, Α στερφώ
η ενέργεια του στερφῶ, κάλυψη με δορά, με δέρμα.