στρεψαῖος

Revision as of 19:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

= στροφαῖος, Ar.Fr.123 (perh. a pr. n.).

Greek (Liddell-Scott)

στρεψαῖος: ὁ, ἴδε στροφαῖος.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(το αρσ. ως προσωνυμία του Ερμού) ό στρεψαῑος
στροφαῑος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρέψις + κατάλ. -αῖος (πρβλ. γραψ-αῖος)].