συγκαταφαγεῖν

Revision as of 19:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

aor. inf. of συγκατεσθίω.

German (Pape)

[Seite 966] aor. zu συγκατεσθίω.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταφᾰγεῖν: ἀπαρ. ἀόρ. τοῦ συγκατεσθίω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de συγκατεσθίω.

Greek Monotonic

συγκαταφᾰγεῖν: απαρ. αορ. βʹ του συγκατεσθίω.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταφᾰγεῖν: inf. aor. 2 к συγκατεσθίω.