ον, Dor. for τηλίκος.
τᾱλίκος: Δωρ. ἀντὶ τηλίκος.
dor. c. τηλίκος.
-ον, Α(δωρ. τ.) βλ. τηλίκος.
τᾱλίκος: -ον, Δωρ. αντί τηλίκος.