ταλίκος

Revision as of 20:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, Dor. for τηλίκος.

Greek (Liddell-Scott)

τᾱλίκος: Δωρ. ἀντὶ τηλίκος.

French (Bailly abrégé)

dor. c. τηλίκος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. τηλίκος.

Greek Monotonic

τᾱλίκος: -ον, Δωρ. αντί τηλίκος.